- σιάλωμα
- σῐᾰλ-ωμα, ατος, τό,A ornamental shield-rim, Plb.6.23.4; cf. σιγάλωμα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιάλωμα — ornamental shield rim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιάλωμα — ώματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα τής ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιγάλωμα με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
σιαλώματα — σιάλωμα ornamental shield rim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλώματι — σιάλωμα ornamental shield rim neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)